- παρεντεινάμενον
- παρεντείνωstretch besideaor part mid masc acc sgπαρεντείνωstretch besideaor part mid neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεντείνω — Α [εντείνω] τεντώνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο ή τεντώνω επί πλέον («ταῑς ἑπτὰ χορδαῑς δύο παρεντεινάμενον», Πλούτ.) 2. α) ενισχύω επί πλέον, δυναμώνω («παρεντείνω τὴν φωνήν) β) καθιστώ κάτι σοβαρότερο, επιδεινώνω («παρεντείνει τὰς ἐντάσεις», Ρούφ.) … Dictionary of Greek